- είσοδος
- 1) admission2) entrée
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
εἴσοδος — entrance fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
είσοδος — η (AM εἴσοδος) 1. το μέρος, το σημείο όπου μπαίνει κανείς σ έναν χώρο («είσοδος τού δικαστηρίου», «είσοδος λιμανιού») 2. εισόδημα, έσοδο 3. δωρεάν άδεια, δικαίωμα εισόδου σε κλειστό χώρο θεάματος ή ακροάματος («έχει ελεύθερη είσοδο σε όλα τα… … Dictionary of Greek
είσοδος — η πληθ. οι και ες 1. το μπάσιμο, το έμπα: Απαγορεύεται η είσοδος. 2. το μέρος απ όπου μπαίνει κανείς σε κάποιο χώρο, η μπασιά: Στεκόταν στην είσοδο της πολυκατοικίας. 3. η συμμετοχή για πρώτη φορά σε κάποιο οργανωμένο σύνολο ανθρώπων: Είσοδος… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εἰσόδοις — εἴσοδος entrance fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσόδου — εἴσοδος entrance fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσόδους — εἴσοδος entrance fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσόδων — εἴσοδος entrance fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσόδῳ — εἴσοδος entrance fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴσοδοι — εἴσοδος entrance fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴσοδον — εἴσοδος entrance fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek